ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
ῥοπῇ — ῥοπή turn of the scale fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπή — turn of the scale fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπῆι — ῥοπῇ , ῥοπή turn of the scale fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπαῖς — ῥοπή turn of the scale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπαί — ῥοπή turn of the scale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπᾶς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπᾷ — ῥοπή turn of the scale fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπῆς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπῇς — ῥοπή turn of the scale fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)